- συνέζευξαι
- συζεύγνυμιyoke togetherperf ind mp 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συζευγνύω — συζεύγνυμι, ΝΑ, και συζεύγω Ν [ζεύγνυμι / ζευννύω] 1. συνδέω, συνενώνω, ενώνω δύο πράγματα μαζί, δημιουργώ σύζευξη (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με γέφυρα» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας σύνδυο», Πολ.) 2. συνδέω με… … Dictionary of Greek
συνέζευξ' — συνέζευξα , συζεύγνυμι yoke together aor ind act 1st sg συνέζευξο , συζεύγνυμι yoke together plup ind mp 2nd sg συνέζευξο , συζεύγνυμι yoke together perf imperat mp 2nd sg συνέζευξε , συζεύγνυμι yoke together aor ind act 3rd sg συνέζευξαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)